τρίζω

τρίζω
ΝΜΑ
παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ' ἐτετρίγει», Βάβρ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» — μιλώ σε κάποιον αυστηρά και απειλητικά
β) «τρίζουν τα κόκαλα του» — λέγεται για πεθαμένο που, αν ζούσε, θα αγανακτούσε από τη διαγωγή κάποιου
2. παροιμ. «αντί να τρίζει τ' αμάξι, τρίζει το μαξιλάρι» ή «αντί να τρίζει ο ζυγός τρίζει το αλέτρι» — λέγεται για κάποιον που έχει βλάψει και παραπονιέται ή έχει αξιώσεις, αντί να παραπονιέται εκείνος που έχει πάθει τη ζημιά
αρχ.
(για μικρά πτηνά ή και άλλα ζώα) εκβάλλω οξεία κραυγή, τσιρίζω (α. «ὥσπερ τὴν χελιδόνα προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί», Λουκιαν.
β. «τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῑ τρίζειν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε ονοματοποιία από την φωνή τών πουλιών (πρβλ. και τρύζω* / στρύζω) και συνδέεται με τα στρί(γ)ξ «κουκουβάγια» και λατ. strideo «τρίζω», τ. που εμφανίζουν όμως αρκτικό /s/].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίζω — utter a shrill cry pres subj act 1st sg τρίζω utter a shrill cry pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίζω — τρίζω, έτριξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρίζω — έτριξα, παράγω τριγμό (βλ. λ.), βγάζω λεπτό ήχο, ξερό και με κραδασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίζον — τρίζω utter a shrill cry pres part act masc voc sg τρίζω utter a shrill cry pres part act neut nom/voc/acc sg τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετριγῶτα — τρίζω utter a shrill cry perf part act neut nom/voc/acc pl τρίζω utter a shrill cry perf part act masc acc sg τρίζω utter a shrill cry perf part act neut nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίζετε — τρίζω utter a shrill cry pres imperat act 2nd pl τρίζω utter a shrill cry pres ind act 2nd pl τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίζῃ — τρίζω utter a shrill cry pres subj mp 2nd sg τρίζω utter a shrill cry pres ind mp 2nd sg τρίζω utter a shrill cry pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίξουσι — τρίζω utter a shrill cry aor subj act 3rd pl (epic doric) τρίζω utter a shrill cry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρίζω utter a shrill cry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίσαι — τρίζω utter a shrill cry aor imperat mid 2nd sg τρίζω utter a shrill cry aor inf act τρίσαῑ , τρίζω utter a shrill cry aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίσουσι — τρίζω utter a shrill cry aor subj act 3rd pl (epic) τρίζω utter a shrill cry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρίζω utter a shrill cry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”